- ἐρωτοτόκει'
- ἐρωτοτόκεια , ἐρωτοτόκειαproducing lovefem nom/voc sgἐρωτοτόκειαι , ἐρωτοτόκειαproducing lovefem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.